Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
несов. перех. и неперех.
1) перех. Идя рядом с кем-л., направлять движение; помогать кому-л. или заставлять кого-л. идти.
2) а) перех. Идти во главе, быть предводителем войска, отряда и т.п.; руководить движением кого-л., чего-л.
б) Направлять чью-л. деятельность, руководить кем-л., чем-л.
в) перен. неперех. Быть впереди, опережать по результатам игры, выраженным цифрами, какую-л. команду.
3) перен. перех. Быть чьим-л. учителем, воспитателем, лечащим врачом и т.п.
4) а) Иметь какое-л. направление, служить путем куда-л.
б) перен. Влечь за собою, иметь что-л. своим следствием, завершением.
5) неперех. Двигать чем-л., перемещать что-л. по поверхности в определенном направлении.
6) перех. Проводить, прокладывать что-л. в определенном направлении; строить, сооружать что-л. протяженное, длинное.
7) перех. Управлять движением автомобиля, судна, самолета и т.п.
8) а) перех. Заниматься чем-л., выполнять, совершать, осуществлять что-л. (обычно в сочетании с вин. пад. существительного).
б) Считать свой род идущим от определенных лиц или с определенного времени; считать себя потомками кого-л.
9) а) безл. разг.-сниж. перех. Коробить (о дереве, деревянных изделиях).
б) перен. Корчить, сводить.